- στεμματοφόρος
- -ον, Ααυτός που φορεί στέφανο, στεφανηφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, -ατος + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
στεμματηφόρος — ον, Μ στεμματοφόρος*, στεφανηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, ατος + φόρος*. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
στεμματοφορία — ἡ, Α [στεμματοφόρος] το να φορεί κανείς στέφανο, στεφανηφορία … Dictionary of Greek
αμορφοκέφαλος — (amorphocephalus).Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βρενθιδών. Ζουν στις χώρες της νότιας Ευρώπης, στην Αυστραλία και στη βόρεια Αφρική, πολλές φορές μέσα στις φωλιές των μυρμηγκιών. Είναι μικρού μεγέθους, 1 1,5 εκ., και έχουν κοντό… … Dictionary of Greek